- διαλιμπάνω
- διαλιμπάνω (διά + λιμπάνω, by-form of λείπω) impf. διελίμπανον (Galen CMG V/10, 1 p. 111, 16 codd. [XVII 1 p. 220 K.]; AcPh 45 [Aa II/2 p. 20, 22]) stop, cease w. ptc. (Tob 10:7 οὐ διελίμπανεν θρηνοῦσα) ὸ̔ς πολλὰ κλαίων οὐ διελίμπανεν who could not cease shedding many tears Ac 8:24 D. cp. 17:13 D.—DELG s.v. λείπω. M-M.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.